Το Λάμα Αλαμπάμα
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό χωριό, ψηλά και πάνω στο βουνό, ζούσε ένα λάμα μοναχό που το λέγαν Αλαμπάμα.
Δεν είχε φίλους, ούτε αδελφούς ήταν από αυτούς, που δεν
είχαν μάθει τρόπους καλούς. Όταν έπαιζε, έσπρωχνε, τραβούσε, άπλωνε τα χέρια
και τα πόδια και χτυπούσε τα άλλα παιδιά.
Μια κουβέντα να του πεις, η συμπεριφορά του γινόταν απρεπής, έσπρωχνε και όρμαγε με φόρα και
με οργή φώναζε στα άλλα ζώα.
Να, χτες, στο 2ο διάλειμμα έδωσε μια μπουνιά
στο αρνάκι γιατί τον έπιασε ενώ έπαιζαν: «πέτρα, μολύβι, ψαλίδι, χαρτί».
Πήγε και ο λύκος μια φορά να τον χαιρετήσει. Θυμήθηκε όμως
αυτός πως κάπου κάποτε παλιά τον είχε αδικήσει. Θύμωσε πάρα πολύ, έγινε τούρμπο
στη στιγμή και η κατάληξη ήταν η γνωστή.
Φοβόντουσαν πολύ να
του μιλήσουν, απέφευγαν και να τον συναντήσουν.
Άλλαζαν δρόμο και
πορεία, για να γλιτώσουνε από τη μεγάλη του μανία.
Αυτό όμως έτσι θύμωνε
πιο πολύ και φώναζε και έκλαιγε μέχρι το πρωί.
Κάποτε όμως η αγελάδα η καλή έφτασε στη μάντρα έξαλλη. Καθώς
με το μικρό της προχωρούσανε μαζί και περνούσαν έξω από μια όμορφη αυλή, έσκυψε
αυτό να φάει κατιτί και πέφτει ξάφνου το μικράκι μέσα σε μεγάλο και βαθύ
χαντάκι.
Να
το ξεκολλήσει μοναχή της δε μπορούσε κι αυτό μούγκρισε, έκλαιγε και πονούσε.
Βρήκε μοναχό του το λάμα στο μαντρί και του' πε με τρεμάμενη φωνή...
- Βοήθησέ με σε
παρακαλώ! Δεν έχουμε καθόλου χρόνο, έλα από δω!
Τρέχει ο Αλαμπάμα σκάβει και βοηθά, βγαίνει το αγελαδάκι και
είναι μια χαρά.
Γυρνάει η μαμά τον κοιτάει καλά καλά, του και τον παίρνει
αγκαλιά. Τότε το Αλαμπάμα αισθάνθηκε μια ζεστασιά βαθιά μέσα στην καρδιά. Δεν
είχε νιώσει σχεδόν καμιά φορά τέτοια συναισθήματα καλά.
Η αγελάδα του ζήτησε ακόμα μια χάρη, να έρθει να γνωρίσει
και τον μπαμπά. Να γίνουνε φίλοι καλοί να ζήσουνε στη φάρμα όλοι μαζί.
Από τότε και μετά αποφάσισε τον κόσμο να ρωτά αν μπορεί να
βοηθήσει και τότε με χαρά να προσπαθήσει στο πρόβλημά τους να βρει μια λύση.
Μία βοήθεια για όλους θέλει να χαρίσει.
Ο θυμός του είχε πια ηρεμήσει και προτίμησε άλλη συμπεριφορά
να αποκτήσει. Να αγκαλιάζει και να χαιρετά όλα του χωριού τα ζωντανά.
Ούτε για αστείο δεν έσπρωχνε και δεν τραβούσε πια παιδιά,
δεν κλώτσαγε και δεν χτυπούσε πια φίλες και φιλαράκια.
Και έτσι παιδάκια μου
καλά, φιλαράκια γίναν τελικά ζώα και παιδιά και ζήσανε χαρούμενα με χίλια δυο
παιχνίδια στη φάρμα του μπαμπά.
Προσαρμογή πάνω στο κείμενο της Αναστασίας Παύλου
Πηγή: https://www.youtube.com/watch?v=RunBW_KpCUQ


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου